αλωναι

αλωναι
    ἁλῶναι
    inf. aor. к ἁλίσκομαι См. αλισκομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλωναι" в других словарях:

  • ἁλῶναι — ἁλίσκομαι to be taken aor inf act ἁλώνης contractor for salt works masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου …   Deutsch Wikipedia

  • είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… …   Dictionary of Greek

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… …   Dictionary of Greek

  • u̯el-8 —     u̯el 8     English meaning: to tear, wound; to steal     Deutsche Übersetzung: “reißen, an sich reißen, rauben; reißen = ritzen, verwunden, Wunde”; besides words for “töten, Blutbad, Schlachtfeld and die Leichen darauf; Blut”     Note: with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»